σοφία

σοφία
I
Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117-138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου.
2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις. Μαρτύρησε με σπαθί σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη της τιμάται στις 22 Μαΐου.
3. Καταγόταν από τον Aίνο. Όταν έχασε την οικογένειά της, έγινε μοναχή. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιουνίου.
II
Όνομα δύο βυζαντινών αυτοκρατορισσών.
1. Σ. Σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστίνου του B’ (565-578). Την έστεψε βασίλισσα ο πατριάρχης Ιωάννης ο Γ’ ο Σχολαστικός. Η Σ. διακρίθηκε για τη δραστηριότητα που επέδειξε στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας και ο αυτοκράτορας, εκτιμώντας την προσφορά της, ονόμασε Σοφιανά τα ανάκτορα και τα δημόσια λουτρά που έχτισε στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια ασθένειας του Ιουστίνου, για την οποία όλοι προβλέπανε ότι θα τον οδηγούσε στο θάνατο, η Σ. κυβέρνησε με σύνεση το κράτος, έχοντας βοηθό τον αυλικό Τιβέριο, τον οποίο ο Ιουστίνος ανακήρυξε διάδοχο του. Η Σ. όμως, επιθυμώντας να παραμείνει αυτοκράτειρα, συνδέθηκε ερωτικά με τον Τιβέριο. Μετά το θάνατο όμως του Ιουστίνου και την άνοδο στο θρόνο του Τιβέριου αποκαλύφτηκε ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν έγγαμος και πατέρας δύο κοριτσιών. Συνέχισε ωστόσο να περιβάλλει με τιμές τη Σ., που ζούσε μαζί του στα ανάκτορα, με σχετικούς όμως περιορισμούς.
2. Σ. Σύζυγος του γιου και συναυτοκράτορα του Ρωμανού A’ του Λεκαπηνού Χριστόφορου. Έζησε τον 10o αι. Το 939, μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Σ. αποσύρθηκε στη Μονή του Κανίκλειου στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε.
III
Βασίλισσα της Ελλάδας (1912-1922). Γεννήθηκε στο Πότσδαμ της Γερμανίας τον Ιούνιο του 1870. θυγατέρα του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου και αδελφή του κάιζερ Γουλιέλμου B’, παντρεύτηκε τον Οκτώβριο του 1889 τον διάδοχο του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνο. Ασπάστηκε το ορθόδοξο δόγμα μετά δύο χρόνια και ανάπτυξε έντονη φιλανθρωπική δραστηριότητα, ιδρύοντας το «Άσυλον των Ανιάτων», το «Νοσοκομείον των Παίδων» και άλλα ιδρύματα. Ακολούθησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στην εξορία του το 1917 κι επέστρεψε στην Ελλάδα το 1920. Μετά την επανάσταση του 1922 ακολούθησε πάλι τον Κωνσταντίνο στην οριστική εξορία του στο Παλέρμο της Ιταλίας. Πέθανε στη Φρανκφούρτη (Γερμανία) το 1932 και το λείψανο της, αφού εναποτέθηκε αρχικά στην κρύπτη του ορθόδοξου ναού της Φλωρεντίας, μεταφέρθηκε το 1936 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο Τατόι.
Η Σοφία και Ο Δον Χουάν Κάρλος στην πολυτελή βασιλική άμαξα (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Στιγμιότυπο από το γάμο της πριγκίπισσας Σοφίας με τον Δον Χουάν Κάρλος (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σοφίη, Α [σοφός]
1. πλούτος γνώσεων, μάθηση, παιδεία, πολυμάθεια, πολυγνωσία («ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάση σοφίᾳ Αἰγυπτίων», ΚΔ)
2. έμφυτη ικανότητα αντιμετώπισης τών καθημερινών προβλημάτων, που πηγάζει από την εξαιρετική πνευματικότητα τού κατόχου της, ευθυκρισία, ευβουλία, σύνεση (α. «αντιμετώπισε με σοφία το πρόβλημα που προέκυψε» β. «ἡ τῶν δεινῶν σοφία», Πλάτ.)
3. ευφυΐα
4. φρ. α) «εν ενεργεία σοφία»
(φιλοσ.) (κατά τον Πλάτ.) ο τρόπος ύπαρξης, η κοινωνική δράση στους κόλπους μιας ιεραρχημένης πολιτείας, τα νομοθετικά όργανα τής οποίας σέβονται τους νόμους τής φύσης και εκείνοι που τήν διοικούν, όπως και οι απλοί πολίτες, είναι ενάρετοι και έχουν κατά νουν το κοινό καλό
β) «Σοφία Σολομώντος» — απόκρυφο βιβλίο το οποίο περιλαμβάνεται στην ελληνική μετάφραση τών εβδομήκοντα τής Παλαιάς Διαθήκης και αποτελεί τυπικό παράδειγμα τού γνωστικού είδους θρησκευτικής λογοτεχνίας που συνιστά μια ζωή ενδοσκόπησης και στοχασμού για την ανθρώπινη ύπαρξη, ειδικά από ηθική άποψη, έργο που έγινε δεκτό στον ρωμαιοκαθολικό κανόνα
αρχ.
1. (κατά τον Όμ.) η γνώση και η τέλεια κατοχή οποιασδήποτε τέχνης («τέκτονος... ὃς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνησιν Ἀθήνης» — τού ναυπηγού... που με την ορμήνεια τής Αθηνάς κατέχει καλά την τέχνη του όλη, Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Σωκρ. και τον Πλάτ.) πνευματική ικανότητα και αρετή, τέλεια γνώση και κατανόηση τών πάντων, ικανότητα που μόνον οι θεοί κατέχουν, γι' αυτό και μόνον αυτοί είναι σοφοί («κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾱς τὴν ἔντεχνον σοφίαν συν πυρί», Πλάτ.)
3. (κατά τον Αριστοτ. και τους Στωικούς) η ανθρώπινη γνώση στον ύψιστο βαθμό, η ύψιστη επιστήμη, που έχει ως αντικείμενο την κατανόηση τών πρώτων αρχών τού κόσμου (α. «ὅτι μὲν οὖν ἡ σοφία περί τινας αἰτίας καὶ ἀρχὰς ἐστιν ἐπιστήμη, δῆλον», Αριστοτ.
β. «Ξενοκράτης ἐν τῷ περὶ φρονήσεως τὴν σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτιῶν καὶ τῆς νοητῆς οὐσίας εῑναί φησι», Κλήμ. Αλ.)
4. (στους Ιουδαίους) α) βασική ιδιότητα τού θεού, το πνεύμα τού θεού ως δημιουργική αιτία τών πάντων (α. «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας», ΠΔ
β. «ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν», ΠΔ
γ. «καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύασας ἄνθρωπον», ΠΔ)
β) ο φόβος τού θεού (α. «πᾱσα σοφία φόβος κυρίου καὶ ἐν πάσῃ σοφία ποίησις νόμου», ΠΔ
β. «σοφία γὰρ καὶ παιδεία φόβος κυρίου», ΠΔ
γ. «ἀρχὴ σοφίας φόβος κυρίου», ΠΔ)
γ) η ευσέβεια, η θεοσέβεια («ἡ θεοσέβειά ἐστι σοφία», ΠΔ)
5. (κατά τους Γνωστικούς) η Πρώτη Έννοια, η αρχική σκέψη τού θεού
6. (κατά τον Ησύχ.) κάθε τέχνη και επιστήμη
7. πανουργία, πονηριά («ἀνεῡρε ἐν Τεγέῃ καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοφία — σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc/acc dual σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίᾳ — σοφίαι , σοφία cleverness fem nom/voc pl σοφίᾱͅ , σοφία cleverness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφία — η 1. ιδιότητα του σοφού, ορθοφροσύνη: Αντιμετώπισε με σοφία το ζήτημα. 2. πολυγνωσία, πολυμάθεια: Θαύμαζε τον καθηγητή του για τη σοφία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σοφία Σολομώντος — Ένα από τα λεγόμενα δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στην ψεύτικη σοφία του κόσμου αυτού, στο δεύτερο, ο άγνωστος συγγραφέας του έργου, συμβουλεύει στο όνομα του Σολομώντα τους βασιλιάδες …   Dictionary of Greek

  • Σοφία, Αλεξέγιεβνα — Τσαρίνα της Ρωσίας, κόρη του τσάρου της Μόσχας Αλέξιου Μιχαήλοβιτς και ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Πέτρου (1657 1704). Μετά τον θάνατο του αδελφού της τσάρου Θεόδωρου Γ’, στο θρόνο της Ρωσίας ανέβηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Πέτρος, μιας και ο… …   Dictionary of Greek

  • Σοφία Σειράχ — Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που γράφτηκε το 190 π.Χ. Συγγραφέας του, σύμφωνα με τον πρόλογο του, είναι ο Ιησούς, γιος του Σειράχ, Ιεροσολημίτης. Το βιβλίο γράφτηκε στην εβραϊκή, αλλά ένας ανιψιός του συγγραφέα, το μετέφρασε στην ελληνική για… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπο, Σοφία — (Καλλίπολη Θράκης 1910 – Αθήνα 1978).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας και ηθοποιού Σοφίας Μπέμπου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1919 στον Βόλο. Πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη και, πολύ σύντομα, επιβλήθηκε στο ευρύ κοινό με… …   Dictionary of Greek

  • Λόρεν, Σοφία — (Sofia Loren, Ρώμη 1934 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Σοφία Βιλάνι Τσικολόνε (Sofia Villani Scicolone). Έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στη Νάπολη, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα,… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”